Την Ιρέν Νεμιρόφσκυ την γνώρισα μέσα από τη βιογραφία του Αντόν Τσέχωφ. Έπειτα ακολούθησα κάθε της έργο. Εύκολα βυθίζεσαι στη γραφή της. Τόσο ατμοσφαιρική που η καρδιά σου μπορεί να πάλλεται από το καρδιοχτύπι του έρωτα, να χάνεσαι στη δίνη του πολέμου, να χορεύεις βάλς στα αρχοντικά σαλόνια ακούγοντας τα κανόνια της Επανάστασης, να μυρίζεις το μπαρούτι… Η Ιρέν ή Ιρίνα γεννήθηκε στο Κιέβο το 1903, εβραϊκής καταγωγής. Όταν ξέσπασε ο Ρωσικός Εμφύλιος αναγκάστηκε εκείνη και η οικογένειά της να διαφύγουν στο Παρίσι όπου και σπούδασε φιλολογία. Στη δεύτερή της πατρίδα την Γαλλία της δόθηκε η ευκαιρία να γράψει με ανδρικό ψευδώνυμο σε νεαρή ηλικία. Όλα της τα έργα άρτια γραμμένα στη γαλλική γλώσσα αν και εύκολα κανείς διακρίνει τη ρωσική διάλεκτο και το αυτοβιογραφικό στοιχείο. Ο ξεριζωμός από τη γενέθλια χώρα την στοιχειώνει με αποτέλεσμα να αρνηθεί τη γαλλική υπηκόοτητα. Μέσα της διακρίνει κανείς τον θηλυκό Τσέχωφ. Δεκάδες νουβέλες και μία βιογραφία. Πολλά έγιναν κινηματογραφικά. Βραβεύτηκε με το Ρενοντό και Mort pour la France. Πέθανε στο Άουσβιτς το 1942 από τύφο. Οι δυο κόρες της διέφυγαν και φύλαξαν το τελευταίο της έργο που εκδόθηκε μετά από πολλά χρόνια.
Το συγκεκριμένο διήγημα έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα.
Η Τατιάνα Ιβάνοβνα (νιάνουσκα) , παραμάνα μιας οικογένειας ευγενών στο Σουκαρέβο είναι εκείνη, που θα ζήσει δυο γενιές. Αφηγείται όσα έζησε κοντά τους.
Μια γυναίκα κατάκοπη που έχασε γιο και σύζυγο είναι το στήριγμα των Κυρίλοβιτς. Μάρτυρας ιστορικών γεγονότων όπως του Μεγάλου Πολέμου και της Οκτωβριανής επανάστασης βλέπει τη βία που γεννά η ταξική ανισότητα. Κόκκινοι εναντίον Λευκών. Η αφήγηση ξεκινά με διάλογο άμεσα και έντεχνα εκθέτει στοιχεία πολύτιμα για τον αναγνώστη. Πληροφορίες για τον χρόνο, τον τόπο. Χριστούγεννα στο Σουκάρεβο της Ρωσίας εκεί που η οικογένεια μετά από μια γιορτή θα χωριστεί και δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδια.
Μέσα από έντονες περιγραφές και την κατασκευή των χαρακτήρων που ξετυλίγεται μέσα από την αφήγηση της γυναίκας, δομεί τεχνικά η συγγραφέας, χαρακτήρες και πρόσωπα που μας οδηγεί στον φορμαλισμό. Το θέμα που θίγεται είναι ο όλεθρος του πολέμου, ο πόνος της απώλειας, ο ξεριζωμός, η σοφία μιας γυναίκας ηλικιωμένης που θα γίνει το μαξιλάρι όλων.
Η παραμάνα (νιάνουσκα), που θα βιώσει την κατάρρευση, τη μοναξιά το πένθος ακολουθεί πιστά την εξόριστη και εξαθλιωμένη οικογένεια σε έναν τόπο διαφορετικό. Νοσταλγεί το κρύο, το χιόνι, τα όμορφα δάση. Προσμένει την επιστροφή, μα αργεί … όλοι περιφέρονται σαν τις μύγες του φθινοπώρου που όταν έχει περάσει η ζέστη του καλοκαιριού πετούν με δυσκολία νευρικές και κατάκοπες… Θα επιβιώσουν;